σέσουλα

σέσουλα
η
(λ. ιταλ.)
1. φτυάρι που χρησιμοποιούν οι παντοπώλες.
2. «με τη σέσουλα», σε μεγάλη ποσότητα: Έβαλες στο φαγητό το αλάτι με τη σέσουλα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σέσουλα — η, Ν 1. μικρό ξύλινο δοχείο για το άδειασμα τών νερών από βάρκα 2. μικρό κοίλο φτυάρι που χρησιμοποιείται, κυρίως, για την τοποθέτηση τών χύμα εμπορευμάτων, λ.χ. ζάχαρης, ρυζιού, οσπρίων κ.ά., από τους σάκους σε σακούλες κατά την ζύγισή τους 3.… …   Dictionary of Greek

  • άντλιο — το Ναυτ. (η σέσουλα) το δοχείο με το οποίο αδειάζουμε τα νερά της βάρκας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”