- σέσουλα
- η(λ. ιταλ.)1. φτυάρι που χρησιμοποιούν οι παντοπώλες.2. «με τη σέσουλα», σε μεγάλη ποσότητα: Έβαλες στο φαγητό το αλάτι με τη σέσουλα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.